ΕΛΙΞΗΡΙΑ ΣΕ ΤΙΜΗ ΕΥΚΑΙΡΙΑΣ

Friday, October 19, 2007

Όταν άνθισαν οι κεραίες των τηλεοράσεων.




Έγινε ξαφνικά ένα πρωί και ήταν πράγματι ένα χάρμα οφθαλμών.
Ανέβαινες στην ταράτσα –εγώ το έκανα κάθε πρωί από τότε- κι όπου και να γύριζες το βλέμμα σου, ένα άλικο χρώμα –που δεν ήταν το κόκκινο των τριαντάφυλλων μήτε το μενεξελί της μπουκαμβίλιας μήτε το ροζ των κυκλάμινων παρά ένα καινούριο, πανέμορφο κόκκινο- σε κυρίευε με τη ζεστασιά του.
Και δεν μπορούσες να αντισταθείς στον πειρασμό να πας ν΄ αγγίξεις τα ανθάκια της δικής σου κεραίας που τόσο καιρό μάζευε υπομονετικά τα vhs και uh σήματα και τα έδιναν στη συσκευή σου και γίνονταν εικόνες και ήχοι και σε συντρόφευαν τις άδειες ώρες κι άλλοτε τ΄ αγαπούσες κι άλλοτε τα μισούσες –αν μπορεί κανείς να νιώσει αισθήματα για σήματα-.
Κι ήταν τόσο τρυφερά τα ανθάκια στην αφή, τόσο ηδονικά στο ειδέσθαι, τόσο φιλικά στο αυτί καθώς ένα ελαφρό αεράκι τα θρόιζε, τόσο μυροβόλα που αναρωτιόσουνα μήπως οι κεραίες δημιουργήθηκαν και μόνο για να ανθίσουν κάποτε και να τις απολαύσεις.
………….
Η Σοφία, μια γλυκιά, ζεστή κοπέλα με υγρά μάτια, έβλεπε αφηρημένα ένα ντοκιμαντέρ για σπάνια λουλούδια.
Έτσι, όταν είδε το άλικο ανθάκι –το ίδιο που η κεραία είχε χαρίσει στο ειδέσθαι και του πιο αδιάφορου παρατηρητή- στο πάνω μέρος της οθόνης δεν έδωσε σημασία.
-Θα είναι ένα σπάνιο λουλούδι ακόμα, σκέφτηκε.
Όταν όμως άρχισαν διαφημίσεις και το ανθάκι ήταν ακόμα εκεί να μαγνητίζει, η ματιά της αιχμαλωτίστηκε, τη μάγεψε το άλικο χρώμα του, σχεδόν μύριζε το άρωμά του, σχεδόν ένιωθε την τρυφεράδα που τα πέταλά του είχαν, σχεδόν ερωτεύτηκε αυτόν που θα της χάριζε ένα τέτοιο.
Όταν κατάφερε να αποτραβήξει το βλέμμα της μετά από πολύ ώρα, σήκωσε το ακουστικό.
-Καλέ μου… άρχισε.
………………….
Στις ταράτσες είχε πια μαζευτεί πολύς κόσμος, αληθινό πανηγύρι.
Συγκάτοικοι της ίδιας πολυκατοικίας, που μέχρι τότε μόλις που έλεγαν μια στυφή καλημέρα, χαιρετιόντουσαν πια ζεστά, μιλούσαν, γελούσαν, απολάμβαναν μαζί τη νέα, ολάνθιστη θέα, χαίρονταν και δος΄ του χειραψίες και αγκαλιές και συγνώμες που μέχρι τώρα ήταν στυφοί- ε! τόσα προβλήματα καθημερινά, να, αγωνία να περάσει ο γιος στο πανεπιστήμιο, να, άγχος να αλλάξουνε αμάξι, να , περιμένω τη δεύτερη δικάσιμη για το διαζύγιο και τόσα άλλα- πού να βρεθεί διάθεση να γλυκάνουν την καλημέρα.
………………..
Η Κατερίνα ετοίμαζε τις βαλίτσες της για τις διακοπές.
Τις είχε τόσο ανάγκη μα ωστόσο, μάλλον με βαριά καρδιά έβαζε και τα τελευταία μικροπράγματα στη βαλίτσα. Ίσως η μέχρι τώρα ανία που την έκανε ευάλωτη σε λογιών-λογιών επιρροές, ίσως το ταξίδι που προμηνυόταν να μην είναι ¨ταξίδι¨ αλλά μια συνακολουθία ήδη ταξιδεμένων πραγμάτων, ίσως πάλι μόνο η ζέστη των ημερών, την έκαναν να νιώθει βαριεστημένη.
Το άλικο ανθάκι σχηματιζόταν από ώρα στην οθόνη μέχρι να το δει η Κατερίνα. Όταν επιτέλους αυτή έριξε μια ματιά αφηρημένη και το είδε, αυτό είχε φτάσει στην πλήρη άνθησή του.
Άφησε τη βαλίτσα μισάνοιχτη, κάθισε στον καναπέ, μια ζεστασιά την πλημμύρισε, σκέφτηκε ένα λειμώνα γύρω από μια μονοκατοικία γιομάτο με τέτοια ανθάκια κι αυτή να τρέχει ξυπόλητη και προσέχοντας μην τα πατήσει παρά μόνο να τα βλέπει να χαμογελούν στο πέρασμά της –τα ανθάκια τούτα πάντα χαμογελούν στο πέρασμα μιας δροσερής αύρας- κι ύστερα, φαντάστηκε, λέει, πως γύρισε σπίτι και είδε ένα τέτοιο στο βάζο.
Παρ΄όλη τη ζέστη, άναψε το φούρνο να ψήσει μια οφτή πατάτα και είχε το νου της στο κουδούνι της πόρτας.
…………………..
Από τις γύρω ταράτσες άνθρωποι κουνούσαν τα χέρια χαιρετώντας με χαμόγελα πλατιά μέχρι τα΄αυτιά, είχαν βγάλει τραπεζάκια με μεζέδες και ουζάκια- κόντευε μεσημέρι πια- σήκωναν τα ποτήρια τους και ¨άντε γεια μας¨ και μερικοί νεαροί δανδήδες βρήκαν την ευκαιρία να στέλνουν φιλάκια στο ηλιόλουστο αντικείμενο του πόθου τους της διπλανής πολυκατοικίας και το ηλιόλουστο αντικείμενο έσκυβε ντροπαλά το κεφάλι.
Τα άλικα ανθάκια όλο και ζωντάνευαν το χρώμα τους.
………………..
Η Μαρία μόλις είχε τελειώσει ένα ποίημα όπου, μέσα σε τέσσερις στίχους, ζωντάνευε ένα καλοκαίρι μέσα από ένα καρπούζι, όταν είδε το ανθάκι.
Γοητεύτηκε.
Ξαναπήρε το μολύβι και άρχισε να γράφει ζωντανεύοντας τα όνειρά της κρατώντας ένα τέτοιο ανθάκι χαρισμένο από ένα λουόμενο που έτρωγε το καρπούζι της.

Η Νάντια μαγείρευε όπως κάθε μέρα όταν ο γιος της που έβλεπε τηλεόραση, της φώναξε:
-Μαμά, μαμά έλα να δεις!
Άφησε το παστίτσιο στη μέση με κίνδυνο να κόψει η μπεσαμέλ κι έτρεξε στο σαλόνι.
Δεν πίστευε στα μάτια της. Πώς ήταν δυνατόν σε ένα ρεπορτάζ που πραγματευόταν την καλά κρυμμένη μοναξιά μόνων ανθρώπων να ανθίζει ένα λουλούδι;
Αφηρημένα μάλλον, πιο πολύ πρόσεχε μήπως και βρει κάποιο συντακτικό λάθος στον ρεπόρτερ παρά κοίταζε το ανθάκι.
Όταν το ρεπορτάζ τελείωσε, το είδε πια , την απορρόφησε το χρώμα του-αν και θα το προτιμούσε πιο ανοιχτό, ποτέ δεν ήταν απόλυτα ευχαριστημένη- και άρχισε να θυμάται κάποια άλλα ανθάκια που της προσφέρθηκαν –με πιο ανοιχτό χρώμα, μα τότε τα προτιμούσε πιο σκούρα-.
Όταν τελείωσε με τα ανθάκια της ζωής της, πήγε βιαστικά στην κουζίνα αλλά η μπεσαμέλ είχε κόψει.
……………………
Ο ήλιος είχε πια αρχίσει να κατηφορίζει.
Καθώς νύχτωνε, και τα πράγματα άρχιζαν να χάνουν τα όριά τους στο ειδέσθαι, οι ταράτσες φάνταζαν να έχουν γίνει μια. Σαν να μπορούσες να πηδήξεις από τη μια στην άλλη. Κανείς δεν το δοκίμασε, όλοι ακόμα κουμπωμένοι λίγο –να, είχαν και τη δόση του δάνειου να πληρώσουν αύριο, να κουβεντιάσουν για μια φορά ακόμα με το σύντροφό τους να βρουν μια άκρη, να ποτίσουν τα λουλούδια τους, αλήθεια κανείς δεν σκέφτηκε να ποτίσει τις κεραίες- να ξαναγυρίσουν λες και ήθελαν στην πρωτινή τους ζωή-.
Φοβόντουσαν.
Τα άλικα ανθάκια σαν να μαράζωσαν λίγο.

Εγώ πάλι είμαι σίγουρος ότι μπορούσαν να πηδήξουν από ταράτσα σε ταράτσα.
…………………
Εσείς τι θα κάνατε αν βλέπατε το άλικο ανθάκι στην οθόνη σας;
Και…
θα ποτίζατε τις κεραίες πριν πηδήξετε στη διπλανή ταράτσα;
posted by elix_geo at 9:44 PM 2 comments

Ένα χρυσοκόκκινο, φθινοπωρινό φύλλο και ένα ασημογάλαζο φύλλο ακάλυπτης επιταγής.



Ήμουνα λοιπόν το παρκαρισμένος κάτω από ένα δέντρο, είχα ανοίξει το πορτ μπαγκάζ και είχα βγάλει από την τσάντα ένα φύλλο μιας ακάλυπτης επιταγής, ξέρετε από αυτά με το ασημένιο ολόγραμμα επάνω και, μέσα στο άγχος του τι να κάνω...

...είδα με την άκρη του ματιού ένα φθινοπωρινό, πανέμορφο, χρυσοκόκκινο φύλλο που με πιρουέτες ήρθε και προσγειώθηκε πλάι στο χέρι μου που κρατούσα το άλλο φύλλο.
Το πήρα με το άλλο χέρι, τα κοίταζα και τα δυο, πότε το ένα και πότε το άλλο.

Το χρυσοκόκκινο και το ασημογάλαζο.
Το ένα, ο κόσμος που θα θέλαμε να ζούμε…
το άλλο, αυτός που ζούμε.

Το πρώτο
…ένας κόσμος με απαλά χρώματα, με αρμονικές συγκλίνουσες γραμμές όπου, ακροπατώντας οι αισθήσεις συναντιούνται και στήνουν πανηγύρι γύρω από απλά πράγματα, όπως ένα φθινοπωρινό φύλλο, η όραση να μη μπορεί να χορτάσει τις τόσες αποχρώσεις, η όσφρηση να φτάνει βαθιά σ΄ένα δάσος μυρωμένο, η ακοή να τέρπεται με το θρόισμα των φύλλων που πέφτουν παίζοντας με τις ηλιαχτίδες, η αφή να μην ξέρει ποιο δάχτυλο να διαλέξει για να αγαλλιάσει με παλιές θύμησες, η γεύση ν΄ αποζητά ατέλειωτες νοστιμιές απλωμένες πάνω σε μια καρό πετσέτα, σ΄ένα ξέφωτο, που μια Κυριακάτικη εκδρομή τις είχε πάει.

Το δεύτερο…
ένας κόσμος με ακάλυπτες επιταγές και ανάγκες, ξέρετε, από αυτές που ακριβώς όταν καλύπτεται κάποια, εμφανίζεται ως δια μαγείας η επόμενη.
Οι πιο πολλές πλαστές. Όταν η τηλεόραση γίνεται 48 ίντσες, χρειάζονται πιο μεγάλα ηχεία, και μετά ένας πιο αναπαυτικός καναπές για να τα απολαύσεις-τι δηλαδή να απολαύσεις, τα ίδια σκουπίδια, κατά κανόνα που απολάμβανες και με την 20 ιντσών, μόνο που τώρα φαίνονται πιο μεγάλα-, και μετά ένα πιο μεγάλο σαλόνι για να μη χαλάσουν και τα μάτια, και μετά ένα πιο μεγάλο σπίτι, και μετά…και πάει λέγοντας.
Και μαζί, μια καινούρια κουζίνα με πλακάκια Ιταλίας ¨λειτουργική¨ όπως τη λένε αυτοί που την πουλάνε, με ένα μεγάλο πάγκο να κόβεις ψιλοκομμένες τις τομάτες να γίνει φίνα η σαλάτα, τις ίδιες όμως τομάτες -με τις ορμόνες που τις έχουν κάνει να φουσκώσουν και η γεύση να έχει πάει περίπατο- που θα έκοβες στραβά στο μικρό το τραπεζάκι της παλιάς κουζίνας.
Και φυσικά το ίδιο κοτόπουλο θα κόβεις με το νέο σου απόκτημα, το ηλεκτρικό μαχαίρι, που θα έκοβες άτσαλα με το παλιό, με τις ίδιες ακριβώς ¨βελτιωμένες¨ συνθήκες ανάπτυξης, δηλαδή κοτόπουλα που βλέπουν μια φορά στη ζωή τους το φυσικό φως. Και πάει λέγοντας…
Και τρέχεις, τρέχεις για όλα τούτα που κάνουν τη ζωή σου πιο ¨ποιοτική¨ και όλο και πιο πολύ ξεχνάς πώς είναι ένα χρυσοκόκκινο, φθινοπωρινό φύλλο.
Αυτό το φύλλο έχει μια απίστευτη μυρωδιά για μύτες που δεν έχουν μπουχτίσει από Γαλλικά, πανάκριβα αρώματα. Αλήθεια, δοκιμάσατε την τελευταία κρεασιόν του Γκυ Λαρός; Χα!

…………….
Αυτά σκεφτόμουνα, κοιτάζοντας τα δυο φύλλα, το χρυσοκόκκινο και το ασημογάλαζο.

Τι στο διάολο κάνουμε; Πού θέλουμε να φτάσουμε; Γιατί σκοτωνόμαστε έτσι;
…………….
Πήγα στην Τράπεζα και είπα στην υπάλληλο με επιθετική διάθεση, δείχνοντάς της το χρυσοκόκκινο, φθινοπωρινό φύλλο:
- Αυτό μπορείς να μου το καλύψεις;
Το άλλο, δεν με νοιάζει.
Αυτή, πολύ φυσικά, χωρίς να παραξενευτεί, άνοιξε ένα συρτάρι που ήταν γεμάτο με ολόφρεσκα, καταπράσινα, ανοιξιάτικα φύλλα και άρχισε να μετράει:
1…2…3…100…1000…

Ίσως υπάρχει ακόμα ελπίδα, σκέφτηκα και της χαμογέλασα.
posted by elix_geo at 8:51 PM 2 comments

Όταν ανθίζουν οι Αβγολεμονιές!


Όταν ανθίζουν οι Αβγολεμονιές!

Είναι ένας πολύ παλιός μύθος –φυσικά όλοι οι μύθοι είναι παλιοί αλλά το υπενθυμίζω για να μη σπεύσετε να παραμυθιαστείτε-.
Τον άκουσα από ένα προ-θείο μου λεμονοπαραγωγό και τον επιβεβαίωνε και ένας άλλος προ-θείος μου που είχε μια πτηνοτροφική μονάδα.
Λέει λοιπόν ο μύθος ότι υπήρχαν κάτι πανέμορφα δέντρα με καταπράσινο φύλλωμα και ωραία, μυρωδάτα λουλούδια.
Οι Αβγολεμονιές.
Ήταν τόσο μα τόσο όμορφα αυτά τα δέντρα, που μερικοί κάθονταν από κάτω και τα θαύμαζαν με τις ώρες…
άλλοι με τις μέρες…
άλλοι με τους μήνες…
και άλλοι με τα χρόνια.
Χαίρονταν τη σκιά τους, δροσίζονταν τις καυτές μέρες των καλοκαιριών, απολάμβαναν το θεσπέσιο άρωμα των μικρών, κατάλευκων ανθών…
…και φυσικά περίμεναν τα άνθη να γίνουν καρποί, αβγολέμονα, για να τα βάλουν στη σούπα της ζωής τους.
Έτσι απλά, χωρίς να κοπιάσουν, χωρίς να ψάξουν, χωρίς να λογοδοτήσουν πουθενά, χωρίς να πονέσουν οι ίδιοι, χωρίς να προκαλέσουν πόνο σε άλλους, χωρίς να κινδυνέψουν να είναι τα λεμόνια σάπια ή τ΄ αβγά χαλασμένα.
Τα αβγολέμονα ήταν η σίγουρη λύση.
…………
Λέει λοιπόν ο μύθος ότι υπήρχαν κάτι πανέμορφα δέντρα με καταπράσινο φύλλωμα και ωραία, μυρωδάτα λουλούδια. Κι ακόμα λέει στο τέλος…
…πως οι αβγολεμονιές δεν καρπίζουν ποτέ.
Και αυτοί που περίμεναν;
Θα ρωτήσετε.
Ε! αυτοί δεν είχαν ακούσει το τέλος.
……………..
Γιαυτό, εγώ λέω…
Μην περιμένετε άδικα κάτω από τις Αβγολεμονιές.
Τίποτα δεν είναι τόσο εύκολο και ούτε πέφτει από κανένα δέντρο.

Πηγαίνετε στον κυρ΄ Θανάση το μανάβη και πάρτε λεμόνια.
Πηγαίνετε και στην κυρα Κούλα και πάρτε αβγά ημέρας – Μεγάρων είναι αλλά τα παίρνει χωρίς σφραγίδα-.
Και φτιάξτε το αβγολέμονό σας –χτυπήστε το καλά, εν ανάγκη χτυπηθείτε και σεις λίγο- και βάλτε το στη σούπα σας.
Και πιο νόστιμη θα γίνει, και πιο πολύ θα κρατήσει –τα έτοιμα αβγολέμονα, αν ποτέ υπάρξουν, θα έχουν πολύ μικρή ημερομηνία λήξης,- και, κυρίως θα έχει μέσα την τέχνη σας.
Λίγο είναι;
posted by elix_geo at 2:32 AM 3 comments

…Ηταν ένας πολύ περίεργος πρίγκηπας!


Θα μπορούσε να πει κανείς πως δεν ήταν καν πρίγκηπας-ισως λοιπόν να είναι ακόμα πρίγκηπας επειδή κανείς δεν είπε έτσι, και επειδή ίσως δεν έτυχε ακόμα κανείς να διεκδικήσει το πριγκηπάτο του και για ποιό λόγο άλλωστε...-
...Ηταν ένα τόσο δα μικρό πριγκηπάτο!
Χώραγε μάλιστα σε ένα διαμέρισμα με τρία δωμάτια- το ένα όπου θα έπρεπε να κοιμάται και που σπάνια κοιμότανε, το άλλο με ένα μεγάλο καναπέ όπου κοιμόταν ενω δεν έπρεπε και το τρίτο ένα γραφείο όπου ρύθμιζε τις υποθέσεις των υπηκόων του...-
...Ηταν κάτι παράξενοι υπήκοοι!
Ολοι υποθετικοί και όλο κι έρχονται.
Μα κάποτε θα φτάσουν με μικρά υποθετικά βηματάκια.

...Ετσι λοιπόν έχουμε ένα περίεργο πρίγκηπα, σε ένα τόσο δα πριγκηπάτο και με υποθετικούς υπηκόους.
Εδώ θα χτίσουμε την ιστορία μας,
...που ξεκινάει με ένα χτύπημα στην πόρτα,
...και που όπως πάντα, επειδή ο υπηρέτης έλειπε, υποθετικός και αυτός, άνοιξε μόνος του την πόρτα,
... και που όπως ήταν φυσικό και αναμενόμενο, εμφανίστηκε μια αλεπού,
...που φυσικά ήταν ντυμένη στα κόκκινα, τι άλλο θα μπορούσε να είναι.
-Ελα καλή μου-της είπε απλά-σε περίμενα.
Η αλεπού πολύ απόρησε,
...χρόνια έψαχνε ένα πρίγκηπα να της πει έτσι απλά, σε περίμενα-τόσοι και τόσοι μεγαλόσχημοι πρίγκηπες και με μεγάλα πριγκηπάτα μάλιστα, την υποδέχονταν μέχρι τώρα με τιμές και μεγαλεία και υποσχέσεις και μεγάλα λόγια {ξέρεις, αυτά, που είναι γλυκά στα αυτιά και ξεγελούν τις ανόητες αλεπούδες, σκέφτηκε στιγμιαία και που ποτέ εγώ δεν τα πίστεψα ευτυχώς}- και έτσι διάβηκε το κατώφλι.
…………….
Για κάποιο τρίτο, ένα παρατηρητή-που από δω και πέρα θα είναι μαζί μας και που δεν έχει και ιδιαίτερη παρατηρητικότητα- η αλεπού είναι το ίδιο, αν όχι και παραπάνω, περίεργη όσο και ο πρίγκηπας.
...φοράει πραγματικά ένα πανέμορφο φόρεμα, μα, να, σαν ταλαιπωρημένο φαίνεται και σαν τασαλακωμένο και αν το προσέξεις καλά, παρατηρητή, σαν να έχει κάτι πρασινάδες, σαν σε χορτάρι να έχει πέσει, μα σε ένα χορτάρι με παράξενο πράσινο χρώμα...
...το χρώμα που έχουν τα φυτά που φυτρώνουν ανάμεσα στα βράχια, κοντά στη θάλασσα, θα μου πεις, το ξέρω και το είδα πριν από σένα-και σίγουρα προτιμάω να έχω τον ανώδυνο ρόλο σου και όχι του πρίγκηπα, που θα πονέσει γιατί ζει με τις αισθήσεις όλες και το πράσινο χρώμα στο κόκκινο φόρεμα τον θλίβει, τον τυρανάει και τον κατατρύχει γιατί μπορεί και να το προκάλεσε{ κατά μία εκδοχή, που σύμφωνα με αυτή, ήταν ο ίδιος που την έσπρωξε, κατά μια άλλη όμως, εξίσου πιθανή, ήταν στο σκάφος και έκανε σέρφινγκ και απλώς το είδε, το πέσιμο το είδε και έφυγε γιατί προτίμησε την ελευθερία της θάλασσας με το απέραντο γαλάζιο, χωρίς κόκκινο και πράσινο}-
Η αλεπού στεκότανε απορημένη.
Ο καλός της πρίγκηπας λοιπόν έφυγε με το σκάφος και ο ψυχρός παρατηρητής ήταν στο μπαλκόνι!
Δεν το άντεξε αυτό.
Πήγε στο μπάνιο, έβγαλε το φόρεμα, το πέταξε στο καλάθι και, ολόγυμνη και πανέμορφη, πήγε και ξάπλωσε στο κρεβάτι.
...παρατηρητή, κρατάω το ρόλο του πρίγκηπα γιατί μόνο αυτός μπορεί να πάει στο δωμάτιο με το κρεβάτι...
...όπου η πανέμορφη καλή του, ακόμα απορημένη, ολόγυμνη, χωρίς σκεπάσματα περιμένει,
...εγώ, ο πρίγκηπας που η πανέμορφη καλή μου με περιμένει ολόγυμνη και απορημένη αλλά γιατί απορημένη;
Γιατί απορημένη καλή μου; τη ρωτά πριν ξαπλώσει πλάϊ της.
Εγώ σε ρωτώ.
Γιατί καλή μου;
Εσύ έβαλες τα χέρια στο στήθος σου, και μίλησες.
Εγώ καλή σου;
Με καλείς με την πιο ερωτική προσφώνηση, την πιο τρυφερή, την πιο πολύτιμη που την λέει κανείς για μια γυναίκα στη ζωή του, γιατί;
Πως με ξέρεις;
Πως με έμαθες;
Από αυτά που σου λέω;-θα ξέρεις φαντάζομαι, ένα σωρό αλεπούδες κείτονται στα βράχια που ανάμεσά τους φυτρώνουν φυτά με παράξενο πράσινο χρώμα που βάφει το φόρεμά τους και γιαυτό το βγάζουν και ξαπλώνουν στο κρεβάτι-
Από τι άλλο με ξέρεις;
Από τα βράδυα και τις νύχτες που δεν ξέρεις τι κάνω;
Από τα μεσημέρια που κοιμάμαι και μπορεί και να μην κοιμάμαι;

Ομως θα σε αγαπήσω να το ξέρεις!

Ο πρίγκηπας, δηλαδή εγώ, σηκώθηκε από το κρεβάτι.
...πήγα στο γραφείο όπου με περίμεναν υπομονετικά οι υποτιθέμενοι υπήκοοί μου.
...όλοι μαζί μου φώναξαν:
Πρίγκηπα- πρώτη φορά με φώναξαν με κεφαλαίο Π-, μην ακούς πλάνα λόγια!
...και εκεί που πήγαν να με πείσουν...
ένα μικρό αλεπουδάκι-στο πριγκηπάτο μου έχω και μικρά αλεπουδάκια-
μου μίλησε ψιθυριστά στο αυτί...
...και μου είπε...
Πρίγκηπα, σου λέει αλήθεια!
Πήγαινε ξανά στο κρεβάτι, πλάϊ της. Βγάλε την απορία από το βλέμμα της, αγάπησέ την και κάνε της έρωτα.
Έτσι έκανα.
posted by elix_geo at 2:08 AM 1 comments

Thursday, October 18, 2007

Θα είναι φυσικά μια Κυριακή πρωί


Θα είναι φυσικά Κυριακή πρωί, γύρω στις έντεκα που θα έρθω. Μου ανοίγεις εσύ με κοιτάζεις αινιγματικά -το προτιμώ αυτό, δίνει περιθώρια για οτιδήποτε, ακόμα και να σου αρέσω πολύ-.
Οι σουπιές περίμεναν στο νεροχύτη και το σπανάκι ολόφρεσκο, καταπράσινο, το ίδιο.
Έφτιαξα τη μυστική μου συνταγή με προσοχή- η μαγειρική έχει μέσα της Χημεία-
Σε λίγο όλη η κουζίνα ευώδιαζε.

Και κάποια στιγμή, που είχες γυρίσει να φτιάξεις τη σαλάτα, εισχώρησα μέσα σου.
Τι υπέροχη αίσθηση αυτή η εισχώρηση με την ευωδιά από τις σουπιές με σπανάκι!
Και ξέρεις πού ;
Στο αριστερό ημισφαίριο του εγκεφάλου σου.
Εκεί, ανάμεσα στις πτυχώσεις και στις δαιδαλώδεις στοές, έψαχνα εναγώνια να βρω το διαβολεμένο σου το πνεύμα που είναι κρυμμένο-γιατί έχεις ένα διαβολεμένο πνεύμα, το βλέπω από αυτά που διάβασα- και το έψαχνα έτσι, για να δω αν μ΄έχεις φτιάξει στη φαντασία σου όπως θα ήθελες να είμαι και όχι όπως είμαι και αν δεν είμαι έτσι, τι θα γίνει κορίτσι μου, τότε; ένα μεγάλο ευχαριστώ Γιώργο (ακόμα δεν είπες το όνομά μου) και χάρηκα για τη γνωριμία και μέχρι εδώ καλά ήτανε και επικοινωνήσαμε πολύ όμορφα και τα έγραφες πολύ ωραία και όλες αυτές τις ευγενικές μαλακίες που λέει μια γυναίκα σε έναν άντρα άμα δεν της αρέσει, αυτές τις μπούρδες που του λέει και μέσα της σκέφτεται άλλα- αλλά, εγώ δεν σου το κρύβω και μη μου πεις μετά τίποτα, θα προσπαθούσα αφού έβρισκα αυτό το διάολο, να τον πλησιάσω, να τον απομονώσω λίγο από σένα και να του πω καλά λόγια για μένα και να τον επηρεάσω θετικά και έτσι εσύ, μετά από τη ζαλάδα που ένοιωσες για λίγο να με δεχόσουνα όπως είμαι.
…..
Μέσα στο μυαλό σου ακόμα…

Ξάφνου βρέθηκα σ΄ένα πνευματικό πέλαγο.
Με μια σαθρή, μικρή βαρκούλα που βρήκα στην ακτή, τόλμησα και ξανοίχτηκα.
Αλίμονο!!
Έπιασε ένα μπουρίνι που με πήρε και με σήκωσε.
Όπως θα κατάλαβες, ήταν την ώρα που θυμήθηκες ότι σε πέταξα στο κενό, στα βράχια, γιατί δεν ήθελες να κάνουμε έρωτα-και βέβαια εσύ δεν ήθελες, όχι το λαχταριστό σου κορμάκι που ήταν έτοιμο να δοθεί στα πάντα, σ΄εκείνο το Μοτέλ που σε πήγα για καφέ-. Μπορεί και να έφταιγε το φόρεμα, αυτό το κατακόκκινο- η πράσινο αν θες-, το διάφανο, που φόρεσες και εκείνο το βράδυ, που πήγες στο cafe- θα πέθαινα από επιθυμία να μην έχεις ένα τέτοιο ήδη και να σου πάρω εγώ ένα και να το φοράς μόνο για μένα και να βλέπω το λαχταριστό κορμάκι σου στο φως απ΄τις βιτρίνες καθώς περπατάς τη νύχτα πηγαίνοντας προς το cafe (όμως δεν θα ξαναπάς μόνη σου νύχτα εκεί, πώς γίνεται όμως να μου αρέσει να σε βλέπω να πηγαίνεις τη νύχτα εκεί-ίσως γιατί και τότε σε μένα πήγαινες, εμένα σκεφτόσουνα -και να δεις που τελικά θα με αγαπήσεις- και μετά όχι, να μη μου αρέσει), θυμάσαι φαντάζομαι τα κοφτερά βράχια που μόλις πρόλαβες να δεις, πριν ξεψυχήσεις.
Έφτιαξα ένα περίφημο φαγητό.
posted by elix_geo at 9:38 AM 3 comments

Το ταξίδι του χωρισμού.


Είχαν ξεκινήσει και πάλι πρωί-πρωί, πριν ξημερώσει. Σκυθρωποί, σχεδόν εχθρικοί ο ένας προς τον άλλο και χωρίς να υπάρχει σοβαρός λόγος για την ώρα αυτή, τουλάχιστον από τη μεριά του-και από τη μεριά της απ΄όσο ήξερε-. Μια διάθεση μουντή που ταίριαζε με την ατμόσφαιρα έξω- ήταν Γενάρης, μέσα του μήνα σχεδόν και οι Αλκυονίδες δεν έλεγαν να φανούν- ένας χιονιάς που κρατούσε μέρες, τις είχε πάει πιο μακρυά, κατά τό τέλος του μήνα- και που σ΄αυτό το τέλος του ίδιου μήνα, αυτού του ψυχρού Γενάρη που του έλειπαν ακόμα δέκα πέντε μέρες και που κανείς δεν ξέρει αν αυτή ευχόταν να είναι παραπάνω ή παρακάτω και που αυτός ήθελε να είναι και πάλι δέκα πέντε, αλλά χρόνια,- είχαν ορίσει πως θα χώριζαν οριστικά.

Κάποια ψήγματα αγάπης ακόμα τους έκαναν να αποφασίσουν να κάνουν αυτό το ταξίδι μαζί, ενώ θα μπορούσαν να πάνε χώρια στο παραθαλάσσιο χωριό που είχαν ένα εξοχικό- για να διεκπεραιώσουν κάποιες τυπικές διαδικασίες- και που σ΄αυτό το εξοχικό, μόλις το προηγούμενο καλοκαίρι, το ζεστό μήνα Αύγουστο, έκαναν σχέδια τι δέντρα θα φύτευαν το Φθινόπωρο- όχι αγάπη μου πολλές λεμονιές, τι να τα κάνουμε τόσα λεμόνια, μα δεν θέλω τα λεμόνια Γιώργο μόνο θέλω να μυρίζω τους λεμονανθούς όταν ανοίγω τα παραθύρια το απόγευμα μετά τον ύπνο απο τον κάματο του έρωτα και να κόβω ανθάκια πολλά να ραίνω το κορμί σου, άπειρα ανθάκια να σε σκεπάσω ολόκληρο και συ να γελάς, να γελάς ξεκαρδισμένος γιατί θα γαργαλιέσαι και όμως εγώ να σε τυρανάω γιατί σε αγαπώ-.
Εκείνη τον αγαπούσε και αυτός εκείνη πιό πολύ.

Αυτό το υποθετικό γέλιο δεν ακούστηκε ποτέ σ΄αυτό το σπίτι και όχι μόνο γιατί ποτέ δεν φυτεύτηκαν λεμονιές αλλά και για κανένα άλλο λόγο δεν ακούστηκε, ακόμα και αν έβλεπαν παλιές καλές Ελληνικές κωμωδίες με τον Ηλιόπουλο που τόσο τους άρεσε-και ποιός δεν γελάει με τον Ηλιόπουλο ξεκαρδισμένος- αυτοί όμως δεν γελούσαν με την καρδιά τους παρά μόνο πνιχτά, σαν να ήθελε ο καθένας να κρυφτεί από τον άλλο ότι γελούσε - γιατί δεν έπρεπε να τον αφήσει να καταλάβει οτι είχε δικαίωμα σε μια μικρή χαρά μετά από αυτό που θα γινόταν, εκεί προς το τέλος αυτού του ζεστού Αύγουστου-

Οταν γύρισαν πίσω - οι Αλκυονίδες ακόμα δεν είχαν έρθει- χώρισαν οριστικά.
posted by elix_geo at 9:33 AM 0 comments

Ταξίδι χωρίς το μπουφανάκι


Της είπε:
-Θά έλεγα να μην πάρεις μαζί το μπουφανάκι. Θα πάμε σε μέρη ζεστά. Ετσι, πια δεν θα χρειαζεται να προσέχω να διαλέγω το χρώμα του πανιού της πολυθρόνας στις καφετέριες να ταιριάζει με το ροζ ή το σομόν-φαντάζομαι να θυμάσαι-στο ταξίδι με το μπουφάν-ότι περάσαμε πολλές καφετέριες μέχρι να καταλήξω στην τελευταία με τα πράσινα πανιά- και, όπως βέβαια καταλαβαίνεις σ΄εκείνα τα μέρη τα ζεστά, στις παρθένες παραλίες που μπορεί και να μην υπάρχουν αν εμείς δεν πάμε εκει, δεν θα μετράει ο χρόνος- αν και στο τελευταίο Chemical Abstracts διάβασα ότι έχει φτιαχτεί ένα ρολόϊ που δουλεύει με τους χτύπους της καρδιάς-. Και μη νομίσεις ότι το μπουφανάκι έχει μόνο θετικά-αν βέβαια τα παραπάνω δεν στάθηκαν αρκετά αρνητικά για σένα-δηλ. το μόνο θετικό είναι το μπουφάν σε προφυλάσσει από το κρύο.
Αυτή τον κοίταξε απορημένη. Το πρόσωπό του καθώς το φώτιζαν οι προβολείς των απέναντι αυτοκινήτων που πέρναγαν κάπου-κάπου, της θύμισε κάποιον που είχε δει παλιά σε ένα έργο, δεν θυμόταν ποιόν, αυτό που θυμόταν είναι ότι στο τέλος του έργου είχε κλάψει.
Είχε δεχτεί σχεδόν αμέσως αυτό που αυτή είχε προτείνει. Είχαν φύγει την άλλη μέρα πολύ νωρίς.
Τώρα πιά τα αυτοκίνητα είχαν σβήσει τους προβολείς, ξημέρωνε. Εκείνη, αφού είχε προσπαθήσει να τον κάνει να μιλήσει ανοίγοντας τα παράθυρα, στο τέλος είχε αποκοιμηθεί με ένα αινιγματικό χαμόγελο.
Αυτός ετρεχε όπως πάντα,-ποτέ δεν μπόρεσε να ξεδιαλύνει αυτό που τον έκανε να τρέχει, να ξεφύγει από κάτι ή να κυνηγήσει κάτι-.
..Ξεκινώντας, είχαν συμφωνήσει-αν και αυτή (παρ΄όλο που η ίδια το είχε πει παλαιότερα), το έκανε με κάποια επιφύλαξη λιγότερη προς το πρόσωπό του και περισσότερη απέναντι σε κείνο τον ηθοποιό του έργου που στο τέλος είχε κλάψει- να κάνουν αυτό που αυτή είχε προτείνει, δηλ. να μην κάνουν τίποτα ολοδικό τους.

Έτσι πίστευε εκείνος, γιατί πραγματικά η συμφωνία αυτή δεν είχε γίνει.
Εκείνη ήθελε να κάνουν δικά τους μόνο τις στιγμές και τα συναισθήματα που θα προκαλούσαν.
Το κύμα, το φύλο του δέντρου, το χρώμα του δειλινού, ακόμα κι εκείνο της φωτιάς στο τζάκι,
αυτά όλα ανήκουν στη φύση. Δική τους είναι η χαρά και η θλίψη, η στιγμή και ανάμνηση, ο φόβος
και η αγωνία, η προσμονή και η απογοήτευση, ο πόθος και το πάθος.
Ποτέ δεν της άρεσαν οι ταινίες που την έκαναν να κλαίει στο φινάλε τους. Φαίνεται εκείνος έχει προδιαγράψει το φινάλε. Όμως σημασία δεν έχει το τέλος όσο η πορεία, ο πηγαιμός προς το τέλος… και αυτή η ταχύτητα ολοένα και δυνάμωνε. Τι τάχα να έκρυβε: ένα μεγαλύτερο ταξίδι ή πλησίαζε το τέλος
Με την ίδια ταχύτητα που έτρεχε εκείνος έτρεχαν και οι σκέψεις της καθώς μισοκοιμόταν και το ίδιο γρήγορα άλλαζε η εικόνα...

Μέσα στον ύπνο της ένοιωσε ότι το αυτοκίνητο έκοβε ταχύτητα, καθώς αυτός, κουρασμένος, διάλεξε να σταματήσει σε ένα μοτέλ πλάϊ στη θάλασσα-είχαν ήδη πάρει ένα επαρχιακό δρόμο που, όλο στροφές,- που αυτός χαιρόταν να τις παίρνει γρήγορα,( εκμεταλλεύτηκε το ότι αυτή μισοκοιμόταν), οδηγούσε σε ένα παραθαλάσσιο μικρό χωριό που αυτή είχε διαλέξει για τις λίγες μέρες που θα περνούσαν μαζί οι δυό τους- τη σκυλίτσα την είχαν αφήσει σε μια γειτόνισα αφου κατάφερε να την πείσει με μεγάλη δυσκολία-.
Κατέβηκαν προς το πέτρινο μονοπάτι που οδηγούσε στο Μοτέλ. Κάποια στιγμή αυτή παραπάτησε σε μία πέτρα, αυτός γύρισε να την συγκρατήσει, την έπιασε απο τη μέση, παραπάτησε και αυτός και βρέθηκαν και οι δυό αγκαλιά στο χορτάρι πλάϊ στο μονοπάτι, σκασμένοι στα γέλια, που θα περίμενε κανείς να είναι νευρικά γιατί και οι δύο ήταν απροετοίμαστοι για αυτό που έγινε και όμως τα γέλια ήταν γνήσια, ανοιχτόκαρδα για το πάθημά τους, -μόνο το άγγιγμα των κορμιών ήταν παράξενο, κάτι καινούργιο, δεν θύμιζε σε κανέναν από τους δυο, κάτι παλιό που να έχει ξαναγίνει, σαν να ακουμπούσαν κάποια επιφάνεια που ποτέ πριν δεν είχαν ακουμπήσει, και αυτό μπορεί να σήμαινε ότι είχαν έρθει αγνοί για κάτι καινούργιο, μπορεί όμως , το ίδιο πιθανό, επειδή πραγματικά δεν είχαν ακουμπήσει ο ένας τον άλλο μέχρι τότε- αυτός, μέσα στα γέλια θα προτιμούσε την πρώτη εκδοχή, αύτή απλά γελούσε.
Τα γέλια συνέχιζονταν σαν να ήθελαν να κρύψουν την αμηχανία. Γελούσαν κι οι δυο ασταμάτητα λες και ήθελαν να σταματήσουν αυτό που και οι δυό ήξεραν ότι θα ακολουθούσε.
Μα πως είναι δυνατό μέσα σε ελάχιστα δευτερόλεπτα να περνούν τόσες σκέψεις από το μυαλό της. Η μυρωδιά του, η αφή του, η ανάσα του, όλα πρωτόγνωρα. Και ένας φόβος που θέριευε σε χρόνο dt...
Πήγαν στο Μοτέλ, γελώντας ακόμα και ζήτησαν δύο καφέδες και ένα δωμάτιο για να τους πιούν.
Το Μοτέλ είχε μία αμφιθεατρική θέα σε ένα πανέμορφο κόλπο. Από το δωμάτιο φαινόταν ένα κομάτι του κόλπου όπου ένας έκανε surfing με ένα σκάφος με ασπρογάλαζο πανί, και αυτός θυμήθηκε την απέραντη αίσθηση ελευθερίας που ένοιωθε όταν με το σκάφος απομακρυνόταν από την ακτή
Αυτή ήρθε δίπλα του στη βεράντα. Κατάλαβε πως εκείνη την ώρα, αυτός ταξίδευε με το σκάφος προς την ελευθερία. Του ακούμπησε απαλά το χέρι. Αυτός ταράχτηκε γιατί ήταν πολύς καιρός που είχε να νοιώσει ένα τοσο απαλό άγγιγμα.
Κάτω στα βράχια έσκαζαν τα κύματα, αυτή βλέποντας τα, έτσι άγρια και κοφτερά που ήταν, τρόμαξε και πιο πολύ ακόμα όταν είδε ένα γυναικείο κόκινο φόρεμα να είναι αγκιστρωμένο σε ένα μυτερό βράχο, και αναρωτήθηκε πώς βρέθηκε εκεί.
Η ίδια φορούσε ένα κόκινο προκλητικό φόρεμα που μπροστά στο φως γινόταν ημιδιάφανο και το σώμα της διαγραφόταν καθαρά, ένα σώμα νεανικό, γυμνασμένο, δυνατό -κάποιος βλέποντάς το να λικνίζεται (που τώρα αυτό δεν το κάνει, παρα στέκεται παγωμένο), αν το έβλεπε λοιπόν να λικνίζεται θα έλεγε ότι πολλές ηδονές έχει γνωρίσει απομυζώντας ίσως τον εραστή της, έχοντάς τον όμως ήδη κάνει να τελειώσει με ουράνιες μουσικές-.
Ενα κοπάδι από ψαρόνια που ερχόντουσαν βιαστικά κρώζοντας ακινητοποίησαν την επόμενη στιγμή. Αυτός με το νου του στα πουλιά- όχι σε αυτά τα συγκεκριμένα πουλιά, αλλά στην κραυγή τους που τον έφερε μίλια μακρυά και χρόνια πολλά πριν, όταν σε κείνη την απόμερη ακρογιαλιά, τότε που ήταν ξανά χαμένος από τον κόσμο και έμενε σε ένα καλύβι εκεί, η ίδια κραυγή ήταν που τον έβγαλε βιαστικά από το καλύβι τον έφερε μπροστά στο πεπρωμένο-.
Ηταν 36 χρόνων.
Αυτή διαισθάνθηκε το σταμάτημα του χρόνου και το ταξίδι του στο παρελθόν, έμεινε αμήχανη, τράβηξε το χέρι της και απόμεινε μετέωρη.
Γύρισε προς το μέρος της, της χαμογέλασε, την αγκάλιασε, τη φίλησε απαλά, στοργικά και την έσπρωξε στο κενό.
Επεσε στα βράχια κάτω χαμηλά, κοντά στο κόκινο φόρεμα. Δεν πρόλαβε να καταλάβει τίποτα.
Τα πουλιά ξαναπέρασαν με το ίδιο κρώξιμο όμως αυτός έμεινε απαθής, γύρισε στο δωμάτιο, μάζεψε τα πράγματά του, κατέβηκε στην έρημη ρεσεψιόν- είχε πληρώσει από πριν- πήρε ένα διαφημιστικό φυλλάδιο του Μοτέλ, μπήκε στο αυτοκίνητο τράβηξε το κάθισμα του συνοδηγού ξανά μπροστά-εκείνη το είχε τραβήξει πίσω για να ξαπλώσει- και έφυγε...
posted by elix_geo at 9:29 AM 0 comments

eXTReMe Tracker
ελιξιριομανείς