ΕΛΙΞΗΡΙΑ ΣΕ ΤΙΜΗ ΕΥΚΑΙΡΙΑΣ

Wednesday, June 30, 2010

Περιμένοντας το τρένο που ποτέ δεν αργούσε να φτάσει.


















Ήσαν εκεί λοιπόν.
Οι παλιές, χορταριασμένες γραμμές, με την κοκκινόχρωμη σκουριά, όπου πάνωθέ τους χρόνια περνούσαν οι ίδιοι τροχοί, του ίδιου βαγονιού,
Κοντοκαλόκαιρο όντας, τ΄ αγριόχορτα είχαν αρχίσει να χρυσοκοκκινίζουν μέχρι να πάρουν το χρώμα που είχαν οι ράγες, να δεθούν μαζί τους και να μη φαίνονται πια, και κάποια μενεξελί, τόσο δα μικρά ανθάκια που, σε πείσμα του καυτού ήλιου που ήθελε να ρουφήξει και την τελευταία ικμάδα τους, σκόρπιζαν αυθάδικα το χρώμα τους στη θέα του περαστικού.

Και ο παλιός σταθμός, εκεί.
Από κείνους τους πέτρινους με τα κεραμίδια και τα σκουροκόκκινα βαμμένα πατζούρια στα παράθυρα, με το σταθμάρχη καθισμένο στο ξύλινο γραφείο να φοράει τα γυαλιά του και να μελετάει τα δρομολόγια και, όταν άκουγε από μακριά το τρένο να μουγκρίζει, πεταγόταν με τη σφυρίχτρα να το υποδεχτεί, λες κι αν δεν έβγαινε το τρένο δε θα σταματούσε κι ας ήταν το τέρμα των γραμμών.

Και οι επιβάτες εκεί ήσαν.
Σαν φαντάσματα από το παρελθόν με τις βαλίτσες τους δεμένες με σκοινί για να μην ανοίξουν- και πεταχτούν έξω οι κάλτσες, τόσο προσεκτικά δεμένες ανά δυο μα πάντα με ανόμοια χρώματα, σαν ζευγάρια- με το εισιτήριο στο χέρι και την αγωνία στα μάτια να φτάσει το τρένο στην ώρα του –και που πάντα έφτανε στην ώρα του και το ήξεραν, γιατί δεν είχε λόγο να μη φτάσει, η πόλη απ΄ όπου ερχόταν ήταν μόνο μερικά χιλιόμετρα στα βόρεια, μόνο μια φορά είχε αργήσει, τότε που ο μηχανοδηγός είχε πάει στην κλινική που γεννούσε η γυναίκα του και το μωρό γεννήθηκε νεκρό- γιατί έπρεπε να πάνε στην πόλη στην νωρίς και που είχαν τόσες υποθέσεις σε εκκρεμότητα και να γυρίσουν το βράδυ με το ίδιο τρένο, που καμιά διαφορά δεν είχε –για το τρένο- είτε πήγαινε είτε ερχόταν –μόνο μια ελάχιστη, οι τροχοί γύριζαν αντίστροφα στο γυρισμό και οι επιβάτες το ίδιο-.

Ήταν όλοι κι όλοι πέντε και όμως συνωστίζονταν και σπρώχνονταν για να μπουν πρώτοι όταν θα άνοιγε η πόρτα του βαγονιού και να πιάσουν μια θέση στα παράθυρα που, ούτως ή άλλως, ήσαν καμιά εικοσαριά κι έφταναν για όλους και αυτοί το ήξεραν.
Τρεις γυναίκες και δυο άντρες. Η μια, αδύνατη, ξερακιανή με ένα κόκκινο σάκο στο χέρι, κοίταζε με βλέμμα απλανές τις γραμμές, σιγοψιθυρίζοντας κάποιο τραγούδι των πινκ φλόιντ.
Οι άλλες δυο συζητούσαν ήρεμα πια για κάποιο παλιό τους εραστή. Οι άντρες κάπνιζαν, φυσώντας τον καπνό σα να τον μισούσαν.

Είχαν ξεκινήσει -όπως και κάθε φορά το έκαναν- νωρίς. Δεν υπήρχε άλλο μέσο να μετακινη-θούν παρά μόνο αυτό το τρένο με το ένα βαγόνι και με τις πόρτες από τη μια μεριά του μόνο.
Αν έχαναν αυτό το τρένο, θάπρεπε να περιμένουν την άλλη μέρα. Και ποιος ξέρει τι μπορεί να μεσολαβούσε –όχι οπωσδήποτε κάτι κακό, μπορεί και κάτι καλό, π.χ. να γεννούσε η κόρη του φούρναρη, που ήταν στις μέρες της και να γεννιόταν το μωρό και να ήταν μια χαρά- και να ανέβαλαν τη μετακίνησή τους. Και κάθε φορά έφταναν νωρίς στην αποβάθρα να περιμένουν ν΄ακούσουν τη μηχανή από μακριά και το σφύριγμα του σταθμάρχη που πάντα εμφανίζεται στην ώρα του.

Τα μενεξελί ανθάκια άκουσαν πιο πριν απ΄όλους το τρένο να έρχεται από μακριά, όντας πιο κοντά στις ράγες. Για πολλά χρόνια μετά, ένας τότε περαστικός ορκιζόταν- σε παρέες πίνοντας ουζάκια στο ταβερνάκι πλάι στο σταθμό- ότι είχε δει τα ανθάκια να ψηλώνουν για να δουν το τρένο από μακριά αλλά μπορεί και να έλεγε ψέματα, γιατί έλεγε και άλλα ψέματα όπως ότι οι γραμμές δε σταματούσαν εκεί- παρ΄όλο που υπήρχε στο τέλος τους μια κόκκινη μπάρα -αλλά συνέχιζαν κι έφταναν μέχρι τη θάλασσα όπου μπορούσε να πάει κανείς και να ταξιδέψει με μια βάρκα, πετώντας μεσοπέλαγα τη βαλίτσα στη θάλασσα.

Το τρένο έφτασε ξεφυσώντας.
Ο Σταθμάρχης, σα να περίμενε το συμβάν της επικείμενης άφιξης και αυτό που θα συνέβαινε μετά, βγήκε με τη σφυρίχτρα στο στόμα.
Το τρένο σταμάτησε στριγκλίζοντας ανάμεσα στα στριγκλίσματα της σφυρίχτρας και αυτά των παιδιών που έπαιζαν δίπλα κυνηγητό.
Οι πόρτες του βαγονιού άνοιξαν.
Ο Σταθμάρχης, αφού είπε δυο λόγια στον οδηγό- μάλλον κάποιο ανέκδοτο γιατί ξέσπασαν κι οι δυο στα γέλια-, έριξε μια ματιά μήπως κάτι δεν ήταν εντάξει και ξανασφύριξε. Οι πόρτες έκλεισαν, το τρένο ξεκίνησε ξεφυσώντας.
Όταν έφυγε πια από την αποβάθρα, ο Σταθμάρχης κοίταξε, όπως κάθε φορά στην απέναντι πλευρά.

Όπως και κάθε φορά, οι επιβάτες ήσαν εκεί.
Καθισμένοι όλοι στριμωχτά στο ξύλινο παγκάκι κουβέντιαζαν ήρεμα, περιμένοντας να ξεμακρύνει το τρένο για να γυρίσουν σπίτι τους.
Είχαν διαλέξει, όπως και κάθε φορά, την πλευρά της αποβάθρας όπου το βαγόνι δεν είχε πόρτες. Όχι πως δεν ήθελαν να φύγουν. Αλλά, σαν από κάποια σατανική σύμπτωση –φυσικά, δε μπορεί να μιλήσει κανείς για κάτι μοιραίο, ήταν σίγουροι πως αυτοί καθόριζαν τη μοίρα τους- πάντα η επιλογή ήταν η ίδια.
Πάντα φρόντιζαν, αυτό είναι αλήθεια, να είναι στην ώρα τους στο σταθμό, για να μη χάσουν το τρένο. Και πάντα έπαιρναν μαζί τις δεμένες με σκοινιά βαλίτσες, κανείς δε μπορεί να τους κατηγορήσει πως θα έφευγαν αφήνοντας τα πάντα πίσω τους. Κι όπως ακόμα κανείς δε μπορεί να τους κατηγορήσει ότι κάποια στιγμή θα κουράζονταν, γιατί το τρένο πάντα θα ερχόταν κι αυτοί θα έπρεπε να το προλάβουν.

Τα αγριόχορτα είχαν πάρει πια το κόκκινο χρώμα της σκουριάς που είχαν οι ράγες.
Και τα λουλούδια στο πάρκο πήραν το ίδιο χρώμα.
Και τα λουλούδια στις γλάστρες στα μπαλκόνια πήραν το ίδιο χρώμα.
Ένας ξένος περαστικός ορκιζόταν πως κι οι άνθρωποι πήραν το ίδιο χρώμα.
...............
Κι αυτός ο ίδιος περαστικός διηγείται ακόμα στις παρέες, πως μια φορά κάποτε, οι επιβάτες είχαν διαλέξει τη μεριά της αποβάθρας με τις πόρτες του τρένου και κανείς δεν τους ξανάδε από τότε. Αλλά κανείς δεν τον πιστεύει πια με τόσα ψέματα που έχει πει όπως τότε που είπε ότι τα ανθάκια ψήλωσαν και τότε που ορκιζόταν ότι οι άνθρωποι είχαν το χρώμα της σκουριάς.
posted by elix_geo at 9:45 AM

1 Comments:

Και 2 άλλοι περίμεναν τον Godot, αλλά στο τέλος προσπάθησαν ν αυτοκτονήσουν με την τριχιά, που ήταν η ζωή του ενός τους... Άκόμη περιμένουν... :)

July 18, 2010 at 11:51 AM  

Post a Comment

<< Home

eXTReMe Tracker
ελιξιριομανείς