ΕΛΙΞΗΡΙΑ ΣΕ ΤΙΜΗ ΕΥΚΑΙΡΙΑΣ

Friday, November 23, 2007

Ένα καλό φιστίκωμα απαιτεί ένα καρό τραπεζομάντηλο, αρνάκι, κρασί και φυσικά ένα φιστίκι.


Είχαν στρώσει το καρό τραπεζομάντιλο με τα κόκκινα και άσπρα τετράγωνα πάνω στο καταπράσινο –το νοτισμένο ακόμα από την πρωινή πάχνη- γρασίδι και τα μικρούλικα, λιλά, ανοιξιάτικα ανθάκια ούτε που παραπονέθηκαν που σκεπάστηκαν, μόνο περίμεναν υπομονετικά να τελειώσει το παιχνίδι των ερωτευμένων εισβολέων στο λιβάδι τους.

-Εγώ θα πάρω τα κόκκινα, του είπε ναζιάρικα –πάντα, όταν είχε ευχέρεια επιλογής, διάλεγε το κόκκινο χρώμα, το άπλωνε πάνω της και τον τυραννούσε αλλά τώρα το διάλεξε για να μη διακρίνεται το κόκκινο από τις πληγές που θα άπλωνε στα δικά της τετράγωνα-
-Κι εγώ διαλέγω τα άσπρα, της αντιγύρισε, λες και μπορούσε να κάνει αλλιώς – αποφάσισε όμως να απλώσει τα λευκά ή το πολύ γκρίζα χρόνια του στα δικά του τετράγωνα-

-Παίζω πρώτη!

Είχαν φέρει μαζί τους ένα μπουκάλι άσπρο κρασί να πιουν, μα άδικα, ξέχασαν το ανοιχτήρι, που με αυτό -το κρασί, όχι το ανοιχτήρι- μπορεί και να άνοιγαν τις ζωές τους πιο εύκολα ο ένας στον άλλον. Διαφορετικά μπουκάλια κρασιών είχαν συντροφέψει τον καθένα τους, ανοιγμένα κάποιες μοναχικές νυχτιές και, καθώς το κρασί κατέβαινε στο μπουκάλι, κατέβαιναν κι αυτοί στις αξιώσεις τους από τον εαυτό τους για να μπορέσουν να συναντηθούν -και πάντα έτσι γίνεται και τούτη η ζωή συνεχίζεται-..

Σήκωσε το χέρι της να απιθώσει στο πρώτο καρέ μια, σχεδόν σβησμένη, πικρή ανάμνηση από την πρώτη της εφηβική αγάπη, το Γιάννη αλλά, ξαφνιασμένη από ένα θόρυβο σ΄ένα κοντινό θάμνο γύρισε, λίγο φοβισμένη.

Ένα μικρό, χαριτωμένο αρνάκι είχε βγάλει το κεφάλι του και την κοίταζε εξεταστικά.
-Χα, σκέφτηκε, εδώ κι εσύ;
Γύρισε πολλά χρόνια πίσω, φόρεσε τη ροζ κορδέλα στις μπούκλες της, τα άσπρα σοσονάκια και τα πεδιλάκια κι έτρεξε να παίξει μαζί του. Όμως αυτό χάθηκε πίσω από το θάμνο παίρνοντας μαζί του τα παιδικά της χρόνια.

……………..
Έπαιζαν για ώρες. Ο καθένας γέμιζε τα τετράγωνά του με τα κομμάτια της δικής του ζωής- πριν εισβάλει ο άλλος κατακτητικά- με μικρές, πολιορκημένες από άλλους τότε, στιγμές, με αλωμένες ώρες και ώρες από ανέμυαλες διεκδικήσεις ενώ ήξεραν ότι μια Πύρρειος νίκη τους περίμενε, με χρόνια ευτελών απολαύσεων.

Αυτός έπαιζε αποφασιστικά, ξέροντας μέχρι που μπορεί να φτάσει στις καταθέσεις του και κάτι που τον έπνιγε στο λαιμό, το καθάρισε μ΄ ένα μικρό βήξιμο.

-Μήπως κρύωσες, τον ρώτησε τυπικά, ξέροντας ότι δεν ήταν κρυωμένος.
-Όχι καλή μου, της είπε, ξέροντας ότι αυτή είχε ρωτήσει τυπικά.

Αυτή έπαιζε διστακτικά με φόβο μη και τον πληγώσει.
Και το κόκκινο που άπλωνε στα δικά της κόκκινα τετράγωνα –και ήταν όλο όσο είχε μαζέψει-χανόταν σ΄αυτά κι αυτή πίστευε πως τον ξεγελούσε κι έτσι, από δω και πέρα θα την αγκάλιαζε βάζοντας πια το δικό του κόκκινο.
-Χμ, σκέφτηκε, καλά που διάλεξα τα κόκκινα.

Ούτως ή άλλως, ήταν ένα μοιραίο παιχνίδι.
Όπως το σκάκι που ένας από τους παίχτες θα κάνει κάποια στιγμή το ρουά-ματ.
Αυτός το ήξερε, αυτή όχι.
………..
Δεν θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί με βεβαιότητα πως αυτός είχε βάλει εσκεμμένα ένα φιστίκι στην τσέπη του -όπως και κανείς για το αντίθετο-.
…………..
Κάθονταν ακόμα κι έπαιζαν όταν τους βρήκε το χρώμα του νυσταγμένου ήλιου.
Τα τετράγωνα είχαν γεμίσει, μόνο ένα κόκκινο είχε απομείνει.
Αυτή, μη έχοντας άλλο κόκκινο, κατάλαβε ότι είχε έρθει η στιγμή του ρουά-ματ.
Αυτός έβγαλε το φιστίκι από την τσέπη του.
………..
Και φυσικά, κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί, ακόμα και τώρα, πως αν είχαν ανοίξει το κρασί- ένα ξεχασμένο ανοιχτήρι, επειδή ακριβώς ξεχάστηκε, έπαιξε καθοριστικό ρόλο με την απουσία του- η πορεία των γεγονότων θα ήταν διαφορετική –π.χ. όταν πνίγεται κανείς μ΄ ένα φιστίκι, μια γουλιά κρασί βοηθάει- . Και όχι πως θα τη ζήταγε αυτή ή θα την έδινε αυτός.
………

Εκείνη το πήρε, άνοιξε το κέλυφος και το έβαλε στο στόμα της.
…….
Σήμερα, μετά από τόσον καιρό, κανείς δεν θυμάται αν το κόκκινο του φορέματός της ήταν στην ίδια απόχρωση με του τελευταίου τετράγωνου, όπου αυτό απλώθηκε ή με του ορίζοντα που πήγε πια να κοιμηθεί ο νυσταγμένος ήλιος.
...............
Σημ.:Στη φωτογραφία, στο κέντρο, το αποφλοιούμενο, δολοφόνο φυστίκι.
posted by elix_geo at 2:03 PM 2 comments

Wednesday, November 14, 2007

Χύσε το βάζο, της είπε τρυφερά, προσφέροντάς της ένα άλικο τριαντάφυλλο


Ένα ήρεμο ανοιξιάτικο δείλι, κάθονταν στον καναπέ του καθιστικού απολαμβάνοντας τις τελευταίες, σχεδόν οριζόντιες, αχτίδες του ήλιου που, μπαίνοντας από τις γρίλιες, παιχνίδιζαν με το φίνο γυαλί ενός βάζου που ήταν ακουμπισμένο σε ένα τραπεζάκι σε μια γωνιά. Στον αέρα πλανιόταν κάτι ερωτικό.
Ήταν ένα χειροποίητο, μάλλον ασυνήθιστο βάζο, ίσως από γυαλί μουράνο, κυλινδρικό, στενό και μακρύ...

λες κι ήταν φτιαγμένο για να δεχτεί ένα μόνο λουλούδι ή το απόσταγμά του…
λες κι ο τεχνίτης που το φτιαξε κατάφερε με κάποιο άγνωστο τρόπο να κρατήσει στο εσωτερικό του, λίγη από την φωτιά, που μέσα της, το γυαλί πυρακτωμένο ζούσε την τελευταία του αγωνία για το σχήμα που θα πάρει...
λες και το στόμιό του, χειροποίητος κι έτσι ατελής κύκλος, πεφιλημένος μίσχος υγρών, στην προσμονή του, χειλέων, παθητικός δέκτης εισροής και εκροής αποσταγμάτων και χυμών, δίσταζε να αποδεχτεί την μη τετηγμένη του πλέον υφή...
λες, τέλος, κι η μορφή του πάλευε ακόμα στα χέρια του τεχνίτη καθώς αυτός το έπλαθε, ενώ ήταν χρόνια και χρόνια τελειωμένο, να μην πάρει το σχήμα του καημού του, στερεμένο, στέρφο, άγονο.


-Χύσε το βάζο της είπε, δίνοντάς της το τριαντάφυλλο.

Αυτή σηκώθηκε, πήρε το βάζο απαλά και πολύ προσεκτικά σαν κάτι πολύτιμο και το έχυσε.
Μετά, έβαλε μέσα νερό και το άλικο τριαντάφυλλο, κοιτώντας τον αινιγματικά.
Αυτός πήγε προς το μέρος της, την αγκάλιασε και, με το χέρι του, σταμάτησε την τελευταία αχτίδα του ήλιου που προσπάθησε, ξεγελώντας τον, να παίξει με το βάζο.
Ζήλευε.
Την ίδια, την αχτίδα, τη μυρωδιά του τριαντάφυλλου;

-Για πες, καλέ μου, ποια είναι πιότερο ωραία, τον περιγέλασε χαδιάρικα.
Και πάντα έτσι έκανε, πριν ή μετά τον έρωτα.
posted by elix_geo at 10:11 AM 0 comments

eXTReMe Tracker
ελιξιριομανείς