ΕΛΙΞΗΡΙΑ ΣΕ ΤΙΜΗ ΕΥΚΑΙΡΙΑΣ

Saturday, September 11, 2010

Σουβλάκι από αλιγάτορα. Μια ιστορία με ένα μυστηριώδη, παθιασμένο έρωτα, περιχυμένο με τζατζίκι.


Το φεγγάρι, τρεις μέρες μετά την πανσέληνο, ξεμύτισε από τον απέναντι λόφο, κρυφοκοίταξε ερευνητικά το θαλασσινό τοπίο και μετά ξεπρόβαλε μεγαλοπρεπές, χύνοντας άπλετα το ασήμι του που έφτιαξε ένα τόσο πανέμορφο ποτάμι που οι ψαράδες από μια βάρκα που βρέθηκε καταμεσής, γοητευμένοι, άφησαν τις πετονιές τους και τα ψάρια στο βυθό αναρωτήθηκαν γιατί το δόλωμα σήμερα έμενε ακίνητο.
Το φεγγάρι, ανεβαίνοντας λίγο, τη φώτισε μ΄εκείνο το χρώμα που ακόμα δεν είχε γίνει κίτρινο, μη έχοντας ακόμα βγάλει την πορτοκαλί, διάφανη εσθήτα που φορούσε στον ύπνο του. Εκείνη καθόταν σ΄ένα πάγκο στη βεράντα και κοίταζε με απλανές βλέμμα το ασημένιο ποτάμι χωρίς καν να δει και ν΄ακούσει τους ψαράδες που, έχοντας πιάσει δύο μεγάλα ψάρια, χοροπηδούσαν και φώναζαν πάνω στη μικρή βάρκα που κόντεψε να μπατάρει.
Το μυαλό της τυραννούσε εδώ και μέρες ένα βασανιστικό ερώτημα και που την κρατούσε άγρυπνη τις νύχτες:
Να δοκιμάσει σουβλάκι από αλιγάτορα, έστω και χωρίς τζατζίκι;
...........
Ο αλιγάτορας βγήκε από το νερό και με ράθυμες κινήσεις άπλωσε το κορμί του στην αμμουδιά.
Κοίταξε με απλανές κι αυτός βλέμμα το ασημένιο ποτάμι, είδε όμως τους ψαράδες να χοροπηδούν, σκέφτηκε να πάει κατά κει και να ζητήσει, με τον τρόπο του, τα ψάρια –που δε θα του έδιναν βέβαια αυτοί, βάζοντας μπροστά τη μηχανή και όπου φύγει φύγει αλλά τουλάχιστον αυτός θα είχε προσπαθήσει- όμως βαρέθηκε.
Φαινόταν τρομερά απογοητευμένος. Τον τελευταίο καιρό, σπάνια έβρισκε θύματα για να κατασπαράξει –έχοντας φυσικά από πριν και αυτό είναι προς τιμή του, δείξει καθαρά τις προθέσεις του-. Η ζωή του φαινόταν ανούσια, κάθε μέρα τα ίδια και τα ίδια. Αυτή η μιζέρια, η έλλειψη κάθε στόχου που θα του έδινε ελπίδες για κάτι πιο ουσιαστικό από το να κυνηγάει θύματα τον έκανε να νιώθει ανώφελος, περριτός, ένα τίποτα.
Ακόμα και αυτοκτονικές τάσεις του έρχονταν τις τελευταίες μέρες. Στο τελευταίο στάδιο της απελπισίας του, σκεφτόταν μήπως θα ήταν χρήσιμος μόνο για σουβλάκια αλλά τουλάχιστον, προσφέροντας τα σε κάποια εκλεκτή. Ακόμα δεν το είχε πάρει απόφαση και, ξαπλωμένος καθώς ήταν στην αμμουδιά, περίμενε κάποιο σημάδι, κάποιο μήνυμα.
........
Τα αγγουράκια μεγάλωναν στο κοντινό κτήμα, χωρίς φυτοφάρμακα, χωρίς ορμόνες και, κυρίως χωρίς προβληματισμούς. Σκέφτονταν τελείως ρεαλιστικά και είχαν αποδεχτεί τη μοίρα τους. Το πολύ-πολύ να κατέληγαν σε ένα νόστιμο, καυτερό τζατζίκι. Τα σκόρδα όμως παραδίπλα δεν το έβαζαν κάτω και εντελώς εκδικητικά, δημιουργούσαν όσο πιο πολύ αλλισίνη μπορούσαν για να κάψουν ουρανίσκους.
Ο φάρμερ, ασυγκίνητος και χωρίς να υπολογίσει τα συναισθηματικά τους προβλήματα, τα έκοψε χωρίς καμιά αναστολή και κίνησε κατά κει που ήταν ο αλιγάτορας.
.........
Η πιτσιλωτή αγελάδα καθόταν υπομονετικά καθώς την άρμεγε ο φάρμερ. Με το βλέμμα της αγελάδας κοίταζε το ασημένιο ποτάμι του φεγγαριού και σκεφτόταν πώς είναι δυνατόν να υπάρχει ένα ποτάμι μέσα στη θάλασσα. Μετά από ένα δευτερόλεπτο όμως κουράστηκε να σκέφτεται και άρχισε να μασάει το χόρτο μπροστά της. Ο φάρμερ πήρε το γάλα, το έπηξε αμέσως σε γιαούρτι με μια μέθοδο ταχείας ζύμωσης που είχε εφεύρει και κίνησε κατά κει που ήταν η εκλεκτή.
........
Εκείνη πήρε επιτέλους τη λυτρωτική απόφαση. Ναι, θα δοκίμαζε σουβλάκι από αλιγάτορα. Βγήκε από το σπίτι και πήρε τον κατηφορικό δρόμο προς την αμμουδιά.
Ο αλιγάτορας, οσμίστηκε τον αέρα, πήρε το μήνυμα και μαζί την απόφαση για σουβλάκι.
…………
Η συνάντηση ήταν συγκλονιστική.
Στην αρχή φυσικά, κάποια αμηχανία και στους δυο επικράτησε. Αυτός την κοίταζε με τα μεγάλα, στοχαστικά μάτια του εξεταστικά και αυτή χαμήλωνε τα δικά της με συστολή ως έπρεπε και για να μη δείξει τον κάποιο φόβο που ένιωθε βλέποντάς τον, δεν συναντούσε πια και κάθε μέρα αλιγάτορα.
Εκείνος ήταν που έσπασε πρώτος τον πάγο:
-Έχω φέρει μαζί μου βιολογικά αγγουράκια και καυτερά σκόρδα. Μήπως σου βρίσκεται γιαούρτι να φτιάξουμε τζατζίκι;
Η εκλεκτή φυσικά είχε προνοήσει να πάρει μαζί της το γιαούρτι που της είχε φέρει ο φάρμερ.
Δεν πας ποτέ να συναντήσεις έναν αλιγάτορα χωρίς γιαούρτι.

Κάθισαν στο χώμα. Ήταν να τους χαίρεσαι και τους δυο καθώς αυτός έκοβε τα αγγουράκια και τα σκόρδα και αυτή τα έβαζε ένα-ένα κομματάκι μέσα στο γιαούρτι. Ήταν κάτι σαν ιεροτελεστία, σα μυσταγωγία που έφερνε πολύ κοντά τον ένα στον άλλο με ένα μυστηριακό τρόπο, πρωτόγνωρο γι΄αυτούς.
…..
Όταν τελείωσαν το τζατζίκι, ξάπλωσαν στο χώμα το περιέχυσαν πάνω τους καλύπτοντας τελείως τα κορμιά τους, τόσο που κανείς από τους περαστικούς που τους τράβηξε η μυρωδιά του σκόρδου, δε μπορούσε να δει τι έγινε μετά.
Κι εμείς θα μείνουμε δυστυχώς με το ερώτημα:
Είναι νόστιμο το σουβλάκι από αλιγάτορα; Ή ο αλιγάτορας είναι πιο νόστιμος από το σουβλάκι του.
posted by elix_geo at 8:34 AM 0 comments

Wednesday, September 01, 2010

Περιμένοντας το Γκοντό, σκέφτηκα ότι παρεμπιπτόντως θα μπορούσα να βάλω και λίγη βενζίνη.



Δεν ξέρω αν έχετε δει ή διαβάσει το θεατρικό έργο του Μπέκετ ¨Περιμένοντας το Γκοντό¨ που ανήκει στο θέατρο του παραλόγου.
Πολύ περιληπτικά, στο έργο δυο άντρες ο Βλαντιμίρ κι ο Εστραγκόν, συναντιώνται σε ένα δέντρο και συζητώντας, συνειδητοποιούν ότι περιμένουν έναν άνθρωπο, το Γκοντό.
Περιμένοντας, εμφανίζεται ένα αγόρι που λέει στο Βλαντιμίρ ότι είναι αγγελιαφόρος του Γκοντό:
-Ο Γκοντό δε θα 'ρθει σήμερα, αλλά σίγουρα θα έρθει αύριο.
Την άλλη μέρα, το ίδιο.
Ο Γκοντό όμως δεν έρχεται ποτέ.

Το έργο του Ιρλανδού δραματουργού, έχει δεχθεί πολλές ερμηνείες και συζητήσεις για την ταυτότητα του Γκοντό. Μια ερμηνεία είναι ότι πρόκειται για την αγγλική λέξη "God" (θεός) και τη συχνή γαλλική κατάληξη -ot, κάτι που θα έδινε μια μεταφυσική διάσταση στο έργο. Οι δυο χαρακτήρες περιμένουν την άφιξη μιας υπερβατικής φιγούρας που θα τους σώσει, αλλά δεν έρχεται ποτέ. Ο ίδιος ο Μπέκετ πάντα αρνιόταν αυτή την ερμηνεία, ενώ σε επιστολή του το 1952 ανέφερε ότι ούτε ο ίδιος είχε σκεφτεί ή γνώριζε "ποιος είναι ο Γκοντό".

Τέλος παν, εγώ περιμένω το Γκοντό μου κι εσείς το ίδιο, άσχετα αν δεν το έχετε ακόμα συνειδητοποιήσει. Κι επειδή ο Γκοντό δε θα ΄ρθει σώνει και καλά στο σπίτι, πολύ καλά σκέφτηκα να τον περιμένω στην ουρά για να βάλω βενζίνη. Το τερπνό μετά του ωφελίμου.
Ήταν γύρω στο χιλιόμετρο η ουρά. Μετά από 10 λεπτά ήμουν πάρα πολύ ικανοποιημένος γιατί είχα ήδη κάνει δέκα μέτρα.
Μετά από αυτή τη θετικότατη διαπίστωση και οπλισμένος με υπομονή, έβαλα μουσική και…
-Τακ τακ, χτύπημα στο τζάμι του συνοδηγού.
Γύρισα και είδα έναν κύριο ψηλό και επιβλητικό να μου γνέφει.
Ανοίγω το τζάμι και ρωτάω:
-Θέλετε κάτι;
-Άνοιξέ μου την πόρτα να μπω, μου λέει με ύφος που δεν επιδεχόταν αντίρρηση.
-Δεν κατάλαβα, του λέω, γιατί να ανοίξω;
-Γιατί απλούστατα είμαι ο Γκοντό.

Έμεινα εμβρόντητος. Ήταν δυνατόν !!!!!
-Μα του λέω, εσείς δεν έρχεστε ποτέ.
-Μην λες σαχλαμάρες, μου λέει, αυτοί οι θεατρικοί κριτικοί δεν ξέρουν τι τους γίνεται.
Ανοίγω και αυτός στρογγυλοκάθεται στο κάθισμα.
-Όλα καλά; με ρωτάει
-Μια χαρά του λέω.
-Διακοπούλες; -το μάτι του είχε πάρει ένα τουριστικό φυλλάδιο που είχα στο παρμπρίζ.
-Ε, του λέω, μετά από τέτοιο χειμώνα, μια το ΔΝΤ, μια η ανασφάλεια, μια η εφορία, μια η ακρίβεια…
-Και δε μου λες; ΤΟΥΣ ΦΟΡΤΗΓΑΤΖΗΔΕΣ ΤΟΥΣ ΡΩΤΗΣΕΣ;
Η αλήθεια είναι ότι ούτε καν είχα σκεφτεί να τους ρωτήσω αν μπορώ να πάω διακοπές.
Και τώρα που το είπε ο Γκοντό, κατάλαβα το λάθος μου. Θα ΄πρεπε να το είχα κάνει.
Μεταμελημένος, γύρισα να του το πω αλλά δεν πρόλαβα.
-ΤΟΥΣ ΒΕΝΖΙΝΟΠΩΛΕΣ ΤΟΥΣ ΡΩΤΗΣΕΣ; Με κατακεραύνωσε ο Γκοντό.
Ούτε και αυτούς είχα σκεφτεί να ρωτήσω και αισθάνθηκα ακόμα πιο άσχημα, με τι μάτια να αντικρίσω το Γκοντό!!! Και εκεί που είχα σκύψει το κεφάλι ντροπιασμένος, τρίτος κεραυνός.
-ΤHN ΠΝΟ ΤΗ ΡΩΤΗΣΕΣ;
Κατέρρευσα. Ούτε την ΠΝΟ είχα ρωτήσει, παρ΄όλο που είχε γίνει θέμα με τα κρουαζιερόπλοια.
Και ήρθε και τέταρτος κεραυνός που με αποτελείωσε.
-ΤΟΥΣ ΕΛΕΓΚΤΕΣ ΤΗΣ ΕΝΑΕΡΙΑΣ ΤΟΥΣ ΡΩΤΗΣΕΣ;

Και ενώ ο Γκοντό συνέχιζε να απαριθμεί δεκάδες συντεχνίες οι οποίες εμπλέκονται στις διακοπές μου και θα έπρεπε να είχα ρωτήσει –ήδη είχε φτάσει στις κοπτοραπτούδες- …
κάποια στιγμή άλλαξα.
Αντί να αισθάνομαι ντροπή που δεν είχα σκεφτεί να πάρω άδεια από όλους αυτούς για να πάω διακοπές…
Άρχισα να τα παίρνω στο κρανίο.
-Για κάτσε ρε μεγάλε, του λέω, δηλαδή δεν έπρεπε να κάνω τίποτα άλλο όλο το χειμώνα από το να τρέχω από συντεχνία σε συντεχνία για να ρωτάω αν μπορώ να πάω διακοπές;
Δε μας τα λες καλά!!! Άει παράτα μας!!!

Ο Γκοντό με κοίταξε με μια φανερά εξοργισμένη έκπληξη ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του.
-Σε μένα μιλάς έτσι; Σε μένα; Τον Γκοντό που τόσα χρόνια περίμενες και επιτέλους ήρθε παρά τις αντίθετες θεατρικές κριτικές; Σε μένα που συμβολίζω τόσα; Σε μένα που έπινες νερό στο όνομά μου;
-Δε με νοιάζεις κι εσύ και οι συμβολισμοί σου. Να φύγεις, να πας αλλού!!!
Ο Γκοντό με κοίταξε με ένα αφ΄υψηλού ύφος, σα να κοίταζε ένα σκουλήκι και μου είπε.
-Καλά, εγώ φεύγω. ΕΣΥ όμως θα χάσεις. Και κατέβηκε αγέρωχος.
...
Τι ήταν και μίλαγα τρομάρα μου;
Ενώ είχα φτάσει σχεδόν στο βενζινάδικο και μόνο πέντε αυτοκίνητα ήσαν μπροστά μου…
Ο βενζινάς κατέβασε τα ρολά γιατί η βενζίνη είχε τελειώσει!
Φτουυυυυυυυυυυυυυυυυυυ!!! Με είχε εκδικηθεί ο φούστης!

Εσείς περιμένετε το Γκοντό σας;
Έχει καλώς.
Αλλά όταν έρθει, σας συμβουλεύω να μην του πάτε κόντρα. Για να πάτε διακοπές και να μην την πατήσετε σαν κι εμένα.
posted by elix_geo at 9:03 AM 0 comments

eXTReMe Tracker
ελιξιριομανείς